ἀμεταπτωσία

ἀμεταπτωσία
ἀμεταπτωσίᾱ , ἀμεταπτωσία
unchangeableness
fem nom/voc/acc dual
ἀμεταπτωσίᾱ , ἀμεταπτωσία
unchangeableness
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμεταπτωσία — ἀμεταπτωσία, η (Α) [ἀμετάπτωτος] το να είναι κάτι αμετάπτωτο, η σταθερότητα …   Dictionary of Greek

  • ἀμεταπτωσίας — ἀμεταπτωσίᾱς , ἀμεταπτωσία unchangeableness fem acc pl ἀμεταπτωσίᾱς , ἀμεταπτωσία unchangeableness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμετάπτωτος — η, ο (Α ἀμετάπτωτος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατό να μεταπέσει σε ένταση, να μεταβληθεί, σταθερός, αμετάβλητος, μόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ά στερητ. + μεταπίπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταπτωσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”